- προχρίσας
- προχρί̱σᾱς , προχρίωsmearaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχρίω — Α 1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.) 2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρίω «αλείφω»] … Dictionary of Greek